- πεντηκονταταλαντία
- πεντηκονταταλαντίᾱ , πεντηκονταταλαντίαfifty talentsfem nom/voc/acc dualπεντηκονταταλαντίᾱ , πεντηκονταταλαντίαfifty talentsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.